Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῦ θυρεοῦ

См. также в других словарях:

  • διατομή — η (AM διατομή) [διατέμνω] η διαίρεση στα δύο, διαχωρισμός, διχοτόμηση νεοελλ. φρ. 1. «διατομή μυός, πτώματος κ.λπ.» το να ανοιχθεί με χειρουργικό εργαλείο από το ένα άκρο ώς το άλλο 2. «διατομή θυρεού» διαίρεση τού θυρεού σε μέρη με γραμμή 3.… …   Dictionary of Greek

  • ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… …   Dictionary of Greek

  • θυρεός — Κληρονομικό διακριτικό σύμβολο, το συμβολικό νόημα του οποίου αναφέρεται στην ιστορική παράδοση του κατόχου του. Οι θ. ήταν κρατικοί ή τοπικοί, δηλαδή αντιπροσώπευαν πόλεις, νομούς, επαρχίες ή κράτη, και συχνά, κυρίως στον Μεσαίωνα,… …   Dictionary of Greek

  • κλαδοκεραιωτά ή κλαδόκερα — (cladocera). Τάξη καρκινοειδών της ομοταξίας των βραγχιοπόδων, η οποία περιλαμβάνει πολύ μικρά υδρόβια αρθρόποδα. Τα κ. υπάγονται στην ομάδα των φυλλοπόδων, λόγω του ότι οι κεραίες τους –τις οποίες χρησιμοποιούν για τη μετακίνησή τους– έχουν τη… …   Dictionary of Greek

  • κυτοθήκη — η ζωολ. τμήμα μιας χρυσαλλίδας το οποίο σχηματίζει το εξωτερικό επικάλυμμα τού θυρεού της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cytotheque < cyt(o) < κύτος «κοιλότητα» + theque < θήκη] …   Dictionary of Greek

  • χρώση — η / χρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ χρωμάτισμα, χρωματισμός, βάψιμο νεοελλ. 1. χρώμα, χροιά 2. βιολ. τεχνική που επιτρέπει τη βαφή ιστών και οργάνων με την εμπότιση ιστών, κυττάρων και κυτταρικών οργανιδίων με διάφορες χρωστικές ουσίες για μικροσκοπική… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • θυρεΐσκος — ο μικρός θυρεός που βρίσκεται στο μέσο τού κύριου θυρεού σε οικόσημα ή εθνικά εμβλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. νεαν ίσκος, πυργ ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • μαλακόστρακα — Η μεγαλύτερη από τις εννέα ομοταξίες των καρκινοειδών, της οποίας έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 20.000 είδη. Τα μ. περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών σώματος, και οργανισμούς κατά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»